Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσχίδα — η (Α ἀποσχίς, ιδος) [αποσχίζω] νεοελλ. (χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης αρχ. 1. (για φλέβες) διακλάδωση 2. (για βουνά) προεξοχή … Dictionary of Greek
αποσχίς — η βλ. αποσχίδα … Dictionary of Greek